- νεοσσοί
- νεοσσόςyoung birdmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οψεβαδιστικά — τα ζωολ. κατηγορία πτηνών τών οποίων οι νεοσσοί παραμένουν στη φωλιά τους μέχρις ότου γίνουν ικανοί να πετάξουν, σε αντιδιαστολή με τα ευθυβαδιστικά, τών οποίων οι νεοσσοί μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη ακολουθώντας τους γονείς τους … Dictionary of Greek
αγριόκουρκος — ο Ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Tetrao urogallus που ζει συνήθως σε δάση κωνοφόρων και παρουσιάζει τις μεγαλύτερες διαστάσεις από όλα τα σκαλιστικά πουλιά τής χώρας μας. Τρέφεται με βελόνες κωνοφόρων, τρυφερούς βλαστούς και σπόρους οι νεοσσοί… … Dictionary of Greek
αετός — Ονομασία πολλών ημερόβιων αρπακτικών πτηνών, που έχουν προικιστεί με οξύτατη όραση και με κυρτό και γαμψό στην άκρη ράμφος. Τα πόδια του α. έχουν τέσσερα δάχτυλα, τρία μπροστά και ένα πίσω, με νύχια αγκιστροειδή, με τα οποία αρπάζει και… … Dictionary of Greek
κολιμπρί — Κοινή ονομασία πτηνών της οικογένειας των τροχιλιδών, της τάξης των αποδομόρφων. Τα κ. είναι γενικά πολύ μικρά, για αυτό ονομάζονται πουλιά μύγες. Είναι μικροποδιόμορφα, δηλαδή έχουν πολύ κοντά πόδια, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να περπατήσουν ή … Dictionary of Greek
νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… … Dictionary of Greek
νεοσσοκόμος — και αττ. τ. νεοττοκόμος, ὁ (Α) 1. αυτός που εκτρέφει νεοσσούς 2. (για τόπο) εκεί όπου εκτρέφονται νεοσσοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] … Dictionary of Greek
νεοσσοτροφείον — νεοσσοτροφεῑον και αττ. τ. νεοττοτροφεῑον, τὸ (Α) τόπος όπου εκτρέφονται νεοσσοί … Dictionary of Greek
νερόκοτα — Καλοβατικό πουλί της οικογένειας των Ραλλιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι γαλλινούλη η χλωρόποδη. Έχει φτέρωμα πράσινο μπρούτζινο στη ράχη, μαυριδερό ή γκριζόμαυρο με λευκές λωρίδες στο υπόλοιπο σώμα. Το ράμφος της είναι κωνικό, κίτρινο… … Dictionary of Greek
ξεπούλιασμα — το [ξεπουλιάζω] 1. ο καιρός κατά τον οποίο οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τις φωλιές τους 2. ο νεοσσός που εγκαταλείπει τη φωλιά του … Dictionary of Greek
οκτώ — και οχτώ, οι, τα (ΑΜ ὀκτώ, Α και βοιωτ. τ. ὀκτό και ηρακλεωτικός τ. hοκτώ και ηλειακός τ. ὀπτώ, οἱ, αἱ, τὰ) άκλ. απόλυτο αριθμητικό το οποίο εκφράζει την έννοια τής ποσότητας η οποία είναι κατά μία λιγότερη τών εννέα και κατά μία περισσότερη τών… … Dictionary of Greek